- βαρβαρίζειν
- βαρβαρίζωbehavepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λατράζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «βαρβαρίζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λατραβιάζειν*] … Dictionary of Greek